καναρίνι

καναρίνι
(Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι οποίοι διατήρησαν τον έλεγχο της εμπορίας αυτών των πουλιών μέχρι τον 16ο αι., πουλώντας στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες μόνο αρσενικά άτομα. Τότε, εξαιτίας ενός ναυτιλιακού ατυχήματος, ένα μεγάλο φορτίο κ. δραπέτευσε και σύντομα αυτά εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη. Ορισμένες χώρες ειδικεύτηκαν στην εκτροφή κ. για το τραγούδι τους (π.χ. κ. του Χαρτς στη Γερμανία), ενώ άλλες για το χρώμα τους (π.χ. Αγγλία, Γαλλία). Το άγριο κ. έχει φτέρωμα σχεδόν εντελώς πράσινο, με γκρίζες ραβδώσεις και κίτρινες αποχρώσεις στο κεφάλι και στη ράχη. Ζευγαρώνει εύκολα με την καρδερίνα, το σκαρθί και το φλυτζούνι. Από τις διασταυρώσεις αυτές προκύπτουν πουλιά με ωραιότατο φτέρωμα, αλλά μόνο τα υβρίδια που προέρχονται από τη διασταύρωση με το φλυτζούνι και το σκαρθί είναι γόνιμα. To κ., πουλί ωδικό, έχει την ικανότητα να απομνημονεύει και να επαναλαμβάνει μικρές μελωδίες που έχει αφομοιώσει λόγω της επανάληψης. Το κίτρινο οικιακό κ. προέρχεται από εκτροφή άγριων κ., που είχαν αρχίσει να εισάγονται στην Ευρώπη από το τέλος του 16ου αι. Στα εκτρεφόμενα αυτά κ. άρχισαν να παρουσιάζονται (μεταξύ 1677 και 1713) άτομα κίτρινου χρώματος, που προήλθαν από γενετικές μεταβολές. Οι απόγονοί τους διατηρούσαν αυτό το χρώμα και στην αιχμαλωσία όπως και οι μετέπειτα γενιές, που τελικά αντικατέστησαν τα άγρια κ. Αργότερα, οι εκτροφείς κ. πέτυχαν με νέες μεταλλαγές, επιλογές και διασταυρώσεις, τις πολυάριθμες ποικιλίες που υπάρχουν σήμερα στο εμπόριο και οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους στον σωματότυπο, στις διαστάσεις, στα χρώματα και στο κελάδημα. Ονομαστά για το κελάδημά τους είναι τα κ. του Χαρτς (κεντρική Γερμανία). Ένα άγριο είδος κ., τόσο όμοιο με το εξημερωμένο ώστε πολλοί μελετητές να το θεωρούν υποείδος, είναι ο Serinus canarius serinus, που έχει λαδί χρώμα στη ράχη και ζωηρό κίτρινο στο στήθος. Το είδος αυτό είναι διαδεδομένο στην κεντρική και νότια Ευρώπη, στην Εγγύς Ανατολή και στη βόρεια Αφρική.
* * *
και κανάρι, το
1. μικρό ωδικό πτηνό με ανοιχτό κίτρινο χρώμα
2. συνεκδ. το κίτρινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, < βενετ. canarin < ισπ. canario < Canarias islas (Κανάριοι νήσοι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καναρίνι — το (λ. ενετ.), ωδικό πουλί: Είχαν το καναρίνι στο κλουβί και κελαδούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανάριο(ν) — το 1. το καναρίνι* 2. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας βουρσερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «καναρίνι» είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < νεολατ. canarius τής επιστημονικής ονομασίας τού καναρινιού serinus canarius < ισπ. Canarias islas… …   Dictionary of Greek

  • καναρινής — νιά νί [καναρίνι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού καναρινιού, κίτρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καναρινί είδος χρώματος, απόχρωση κίτρινου χρώματος …   Dictionary of Greek

  • Dimitris Semsis — (griechisch Δημήτρης Σέμσης; Künstlername Salonikios Σαλονικιός; * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein griechischer… …   Deutsch Wikipedia

  • Dimitris Semsis (Salonikios) — Dimitris Semsis (griechisch Δημήτρης Σέμσης, Künstlername Salonikios Σαλονικιός, * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein… …   Deutsch Wikipedia

  • Salonikios — Dimitris Semsis (griechisch Δημήτρης Σέμσης; Künstlername Salonikios Σαλονικιός; * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein… …   Deutsch Wikipedia

  • κανάρα — η το θηλυκό καναρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανάρ ι + κατάλ. α για τη δήλωση τού θηλ. φύλου] …   Dictionary of Greek

  • κανάρι — το καναρίνι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανάριον* με σίγηση τής άτονης τελευταίας συλλαβής (πρβλ. παιδ ίον > παιδ ί)] …   Dictionary of Greek

  • καναρί — το 1. γοργός γαλλικός χορός τού 17ου αιώνα 2. (για χρώματα) απόχρωση τού ξανθού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο χορός είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canarie < ισπ. canaria < Canarias islas (Κανάριοι νήσοι). Το χρώμα < καναρίνι ή …   Dictionary of Greek

  • ακελάδητος — ακελάδητος, η, ο και ακελάηδητος, η, ο 1. αυτός που δεν κελάδησε: Το καναρίνι μας είναι ακόμη ακελάδητο. 2. αυτός που δεν επαινέθηκε, δεν υμνήθηκε: Τα κατορθώματά του δεν έμειναν για πολύ ακελάδητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”